- Τρικαλινός
- Τρικαλινός, ο θηλ. -ή ο κάτοικος των Τρικάλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Τρικαλινός — ο, θηλ. Τρικαλινή, Ν 1. ο κάτοικος τών Τρικάλων ή αυτός που κατάγεται από τα Τρίκαλα» 2. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από τα Τρίκαλα, τρικαλιώτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίκαλα + κατάλ. ινός (πρβλ. πατρ ινός)] … Dictionary of Greek
Τρικαλινός, Ιωάννης — (Συρράκο Hπείρου 1888 – ;). Έλληνας γεωλόγος και μεταλλειολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη διάρκεια της θητείας του ως βοηθός του Γεωλογικού και Παλαιοντολογικού Εργαστηρίου κατασκεύασε σειρά ανάγλυφων χαρτών… … Dictionary of Greek
Τρικάλων, νομός — Διοικητική διαίρεση της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, που συνορεύει στα Β με τον νομό Γρεβενών, στα Α με τον νομό Λάρισας, στα Ν με τον νομό Καρδίτσας και στα Δ με τους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων. Έχει έκταση 3.338 τ. χλμ. και πληθυσμό 138.946 κατ.… … Dictionary of Greek